ὑδραγωγῶν

ὑδραγωγῶν
ὑδραγωγέω
conduct
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ὑδραγωγός
bringing water
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεκροπία — (Cecropia). Δέντρο με γαλακτώδη χυμό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των μορεωδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει δέντρα, χάρη στα οποία επιτυγχάνεται η αναγέννηση των νεοτροπικών δασών. Τη διασπορά των σπερμάτων του… …   Dictionary of Greek

  • κηρομάρμαρος — κηρομάρμαρος, ὁ (Μ) συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι μάρμαρος, πολυ μάρμαρος] …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”